μεταγίγνομαι

μεταγίγνομαι
μεταγίγνομαι, later [suff] Μεταγειτν-γίνομαι [pron. full] [ῑ],
A take place later, BGU1038.22 (ii A. D.); to be transferred, carried away, LXX 2 Ma.2.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεταγίγνομαι — (ΑM) βλ. μεταγίνομαι …   Dictionary of Greek

  • μεταγίνομαι — και ματαγίνομαι (ΑM μεταγίγνομαι και μεταγίνομαι) νεοελλ. μσν. γίνομαι εκ νέου, ξαναγίνομαι, αναδημιουργούμαι μσν. γίνομαι κάτι διαφορετικό αρχ. 1. γίνομαι κατόπιν 2. μεταφέρομαι, απάγομαι μακριά («Ἱερεμίας ὁ προφήτης ὅτι ἐκέλευσε τοῡ πυρὸς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”